- ευρετής
- και ευρέτης, ο (ΑΜ εὑρετής, θηλ. εὑρέτις, -ιδος)αυτός που εφευρίσκει, που ανακαλύπτει κάτι, ο επινοητήςνεοελλ.αυτός που βρίσκει κάτι το οποίο ήταν χαμένομσν.-αρχ.(για τον διάβολο) ευρέτης τής αμαρτίας, αυτός που επινοεί τεχνάσματα για να παρασύρει τους ανθρώπους στην παράβαση τών εντολών τού Θεού.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευρε- (τού ευρίσκω) + κατάλ. -τής (πρβλ. αν-ορθω-τής, χορηγη-τής)].
Dictionary of Greek. 2013.